- αυτοδοξάζομαι
- стать известным, прославиться (своими подвигами)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοδοξάζομαι — (AM αὐτοδοξάζομαι) έχω δική μου δόξα, δοξάζομαι από τα ίδια μου τα έργα … Dictionary of Greek